- ευδούλευτος
- εὐδούλευτος, -ον (Α)τό να είναι κάποιος καλός υπηρέτης, αυτός που υπηρετεί καλά τον κύριό του («ὁ... εὐδούλευτος τῷ κυρίῳ», Ιωάνν. Χρυσ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
благоработьливъ — (1*) пр. Трудолюбивый, услужливый: [Сава] послушьливъ бѣ во истинну. б҃голюбивъ. бл҃гоработливъ (εὐδούλευτος) ФСт XIV, 64г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)